- ἐριουργῶν
- ἐριουργέωwork in woolpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐριουργόςworking in woolmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριουργός — ο (Α ἐριουργός, όν) ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.) νεοελλ. βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων αρχ. ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(… … Dictionary of Greek
Σασέτα, Στέφανο ντι Τζοβάννι, ο επιλεγόμενος — (Sasetta). Ιταλός ζωγράφος. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του και αποσπασματικά τα έργα του που σώθηκαν. Ίσως γεννήθηκε στην Κορτόνα, αλλά έζησε στη Σιένα ως το θάνατό του. Μεταξύ του 1423 και του 1426 εκτέλεσε το πρώτο και περίφημο… … Dictionary of Greek